τοπείο

τοπείο
(I)
το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. τοπίο.
————————
(II)
το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α
νεοελλ.
ναυτ. τα ξάρτια πλοίου
αρχ.
σχοινί, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοπήιον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. τοπείο …   Dictionary of Greek

  • τοπίο — και εσφ. γρφ τοπείο, το, Ν 1. υπαίθρια γραφική τοποθεσία 2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοποθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπιον, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”